- δυσμέτρητος
- δυσμέτρητος, -ον (Α)1. αυτός που δύσκολα μετριέται2. φρ. «δυσμέτρητον πέλαγος» — που δύσκολα ταξιδεύει κανείς σ' αυτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσμέτρητον — δυσμέτρητος hard to measure masc/fem acc sg δυσμέτρητος hard to measure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμετρήτων — δυσμέτρητος hard to measure masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)